ἄρρωστος

ἄρρωστος
ἄρρωστος, ον (s. ἀρρωστέω; for spelling B-D-F §11, 1) sick, ill, lit. powerless (so Hippocr.+; SIG2 858, 17; restored in PEdgar 4, 5=PCairZen 18, 5=Sb 6710 [259/258 B.C.]; Sir 7:35; Mal 1:8; Jos., Bell. 5, 526) 1 Cor 11:30 (w. ἀσθενής).—Mt 14:14; Mk 6:5, 13; 16:18.—B. 298; 302. DELG s.v. ῥώννυμι. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄρρωστος — weak masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ …   Dictionary of Greek

  • άρρωστος — η, ο αυτός που πάσχει από κάτι, ο ασθενής: Δυο μήνες πάνε που είναι άρρωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρρωστότερον — ἄρρωστος weak adverbial comp ἄρρωστος weak masc acc comp sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστοτέρων — ἄρρωστος weak fem gen comp pl ἄρρωστος weak masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστότατον — ἄρρωστος weak masc acc superl sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρώστως — ἄρρωστος weak adverbial ἄρρωστος weak masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρωστον — ἄρρωστος weak masc/fem acc sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστοτάτη — ἄρρωστος weak fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστοτέρους — ἄρρωστος weak masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστότατος — ἄρρωστος weak masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”